τζαμικά

τζαμικά
τα, Ν
το σύνολο τών υαλοπινάκων κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. -ικός (πρβλ. γυαλ-ικά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υάλωμα — το / ὑάλωμα, ώματος, ΝΜ οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα νεοελλ. 1. υάλωση 2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά 3. το υαλογράφημα 4. το εφυάλωμα, το σμάλτο 5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”